1. Εισαγωγή
Η υπέρβαση της «ανθρωπολογίας των γυναικών» και η μετάβαση στην «ανθρωπολογία του φύλου» συναρτάται σε μεγάλο βαθμό με την ανάδυση και καθιέρωση (ή την επιστημονική επικαιρότητα) του θεωρητικού, μεθοδολογικού και επιστημολογικού παραδείγματος του κοινωνικού κονστρουκτιβισμού, που παρείχε στην ανθρωπολογία και τη φεμινιστική θεωρία το εννοιολογικό εργαλείο του κοινωνικού φύλου, την εννοιολόγηση του φύλου ως κοινωνικής κατασκευής. Η ίδια η συγκρότηση και διαμόρφωση του κονστρουκτιβισμού, ωστόσο, δεν αποτελεί ανεξάρτητη από τους ιστορικούς φιλοσοφικούς, ανθρωπολογικούς, κοινωνιολογικούς, και φεμινιστικούς προβληματισμούς διεργασία, αλλά αποτελεί μάλλον μια εν εξελίξει απάντηση σε αυτούς.
Οι αφετηρίες και οι θεωρητικές, αναλυτικές προσλαμβάνουσες του κονστρουκτιβισμού εντοπίζονται σε εκείνα τα θεωρητικά ρεύματα και τις προσεγγίσεις που είχαν σηματοδοτήσει την κοινωνική και ανθρωπολογική επιστήμη τις προηγούμενες δεκαετίες[1]. Μια βασική, αν όχι και συστατική, αλλά κριτικά αφομοιωμένη επίδραση στην διαμόρφωση της κονστρουκτιβιστικής θεώρησης συνιστούν οι συμβολικές, ερμηνευτικές προσεγγίσεις των Geertz και Schneider. Η θεώρηση του πολιτισμού ως συστήματος συμβόλων και σημασιών, με σχετική αυτονομία και αιτιακή, δομική ισχύ επί του κοινωνικού, και η φαινομενολογική έμφαση στην πολιτισμικά προσδιορισμένη και υποκειμενικά βιωμένη εμπειρία[2], θέτει το νόημα και την διαδικασία συμβολικής παραγωγής και κυκλοφορίας του στο επίκεντρο της πολιτισμικής ανάλυσης ως καθολική διάσταση της κοινωνικής ζωής και παράλληλα φέρνει στο προσκήνιο το ζήτημα της υποκειμενικής ταυτότητας, της πολιτισμικής εννοιολόγησης του Εαυτού, ως υποκειμένου της κοινωνικής δράσης και «αγωγού νοήματος»[3]. Ακόμη, η συμβολική προσέγγιση είχε συμβάλει στην λεγόμενη «αναστοχαστική στροφή» στην ανθρωπολογία, που έπληττε τις οικουμενιστικές, εξηγητικές φιλοδοξίες της «ανθρωπολογίας των γυναικών» (και της ανθρωπολογίας γενικότερα), προσδιορίζοντας – με την έμφασή της στον πολιτισμικό σχετικισμό, στην υποκειμενιστική κατασκευή του νοήματος και στην ύπαρξη και χρήση πολιτισμικά διαφορικών κατηγοριών για τη δόμησή του – τις ίδιες τις εννοιακές κατασκευές της ανθρωπολογίας ως πολιτισμικά συγκροτημένες, δηλαδή ανίκανες να συλλάβουν με οικουμενικούς όρους τη βιωμένη εμπειρία των ανθρώπων (ανδρών ή γυναικών) που ζουν και δρουν σε διαφορετικά πολιτισμικά συμφραζόμενα. Ωστόσο, στα ίδια πλαίσια κριτικού αναστοχασμού, η συμβολική ανθρωπολογία δέχθηκε την κατηγορία του ιδεαλισμού και του ανιστορικού και απολιτικού πολιτισμικού ουσιοκρατισμού.
Η κατηγορία αυτή είχε ως προέλευση την μαρξιστική θεωρία και την πολιτική οικονομία που επεσήμανε τον πολιτικό χαρακτήρα και λειτουργία της ανθρωπολογικής γνώσης, των ίδιων των συστημάτων συμβολικών σημασιών, καθώς και των διαδικασιών συγκρότησης και καθιέρωσής τους[4]. Γενικό επιχείρημά των πολιτικών οικονομολόγων ήταν πως ο πολιτισμός διαμορφώνεται κάθε φορά στα πλαίσια σχέσεων άνισης, συνεπώς και ελεγχόμενης, πρόσβασης σε υλικούς και κοινωνικούς πόρους, που προσδιορίζει και μια διαφορική κατανομή της εξουσίας, της ισχύος επιβολής μιας εικόνας του κόσμου ως κυρίαρχης και πρωτεύουσας έναντι εναλλακτικών εκδοχών για την οργάνωση των αντιλήψεων, των πρακτικών και των ίδιων των κοινωνικών σχέσεων. Επομένως, η ετεροποίηση και εξατομίκευση του πολιτισμού και η θεώρησή του ως συνεκτικού, αφομοιωμένου-κοινού, συναινετικού, στατικού και οριοθετημένου κοινωνικά, συντελεί στην απόκρυψη των άνισων σχέσεων στα πλαίσια των οποίων συγκροτήθηκε, της ανταπόκρισής του σε ορισμένα διαφοροποιημένα συμφέροντα συγκεκριμένων πολιτικών και κοινωνικών ομάδων, της μεταβλητότητας, της εσωτερικής ανομοιογένειάς του, καθώς και της λειτουργίας του στην αναπαραγωγή των ασύμμετρων αυτών σχέσεων.