Κοινωνική Πραξεολογία

Ανθρωπολογία, Κοινωνιολογία, Φιλοσοφία, Πολιτική

Δομολειτουργισμός και Radcliffe-Brown: Θεωρία και εφαρμογή

Posted by Γιώργος Καψωμένος στο 23 Φεβρουαρίου, 2008

1. Εισαγωγή – Θεωρητικό Πλαίσιο

Η επιστήμη της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας μπορεί μερικώς να ενταχθεί σε μια παράδοση του φαινομεναλισμού, τη φιλοσοφική θεώρηση που προσπάθησε να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στον ρεαλισμό και τον ιδεαλισμό, εισάγοντας την έννοια του «φαινομένου», αυτό που τα υποκείμενα αντιλαμβάνονται όπως το αντιλαμβάνονται διαμέσου των γνωστικών δυνατοτήτων τους[1], ως αντικείμενο της επιστημονικής γνώσης, σε συνδυασμό με την άποψη ότι τα πράγματα ή οι καταστάσεις τις οποίες γνωρίζουν ως φαινόμενα υπάρχουν πραγματικά, ανεξάρτητα από τα γιγνώσκοντα υποκείμενα. Συνεπώς η Κοινωνική Ανθρωπολογία είναι μια επιστήμη εμπειρική, που θέτει ως πηγή της γνώσης την εμπειρία και την εμπειρική πραγματικότητα και οι προτάσεις της οποίας πρέπει να είναι σαφώς προσδιορισμένες ως προς την αναφορά τους στην πραγματικότητα αυτή. Εξίσου, όμως, είναι μια επιστήμη θεωρητική στο βαθμό που συγκροτεί ένα σύστημα αναλυτικών εννοιών και προτάσεων για τη λογική ανάλυση του εμπειρικού υλικού, στη βάση των οποίων συστήνεται το θεωρητικό οικοδόμημα των διασυνδεδεμένων γενικών προτάσεων.

Πεδίο εφαρμογής της θεωρίας κατά τον Radcliffe-Brown, είναι η διαδικασία της κοινωνικής ζωής, που βρίσκει έκφραση στην «αχανή πολλαπλότητα δράσεων και διαδράσεων μεταξύ ατόμων ή μεταξύ ομάδων, ατόμων σε συνεργασία»[2]. Αποτελεί αξιωματική θέση του δομολειτουργισμού πως το κοινωνικό γίγνεσθαι διέπεται από τάξη, η οποία μπορεί να περιγραφεί και να αναλυθεί. Αναζητούνται, επομένως, κανονικότητες στη ρευστή φαινομενική πραγματικότητα, που θα επιτρέψουν να «χαρτογραφηθεί» η κοινωνική ζωή. Εργαλείο στο έργο αυτό της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, που κατά την αντίληψη του Radcliffe-Brown αποτελεί κλάδο της Συγκριτικής, Θεωρητικής Κοινωνιολογίας, αποτελεί μια τυπολογική μέθοδος που στηρίζεται στη παρατήρηση, περιγραφή-ανάλυση, σύγκριση και ταξινόμηση των κοινωνικών φαινομένων, και στόχος της οποίας είναι η διατύπωση γενικών προτάσεων.

Ήδη από το πρώτο στάδιο της παρατήρησης επενεργεί μια διαδικασία αφαίρεσης, κατά την οποία απομονώνονται τα συσχετικά χαρακτηριστικά από το σύνολο των συμπεριφορών και δράσεων μεταξύ των ατόμων. Αυτή αφαίρεση συνιστά ταυτόχρονα κι έναν προσδιορισμό αυτών των «αμοιβαίων τρόπων δράσης»[3] ως σχέσεων. Κάθε σχέση, δηλωτική πρωτίστως μιας διασύνδεσης μεταξύ ατόμων, αποτελεί η ίδια μια κανονικότητα, ένα δομικό στοιχείο ή μια στοιχειακή δομική μονάδα της πραγματικότητας που διευθετεί, διατάσσει τα άτομα εντός της κοινωνικής ζωής και σε αναφορά προς την οποία είναι δυνατόν να οριστούν άλλα επιμέρους στοιχεία της πραγματικότητας αυτής. Ωστόσο, προκειμένου μια τέτοια σχέση να αποτελέσει ένα σταθερό σημείο αναφοράς, θα πρέπει να διαφοροποιηθεί από τις τυχαίες συζεύξεις ατόμων. Συνεπώς, μέρος της παρατήρησης και περιγραφής αποτελεί κι η αναζήτηση και καταγραφή των επαναλαμβανόμενων συμπεριφορών, ακολουθιών πράξεων μεταξύ ανθρώπων σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, που συνθέτουν την συγκυρία εμφάνισής τους[4] ∙ οι σχέσεις, λοιπόν, θα πρέπει να επιδεικνύουν ένα σταθερό[5] και συνεπή χαρακτήρα[6].

Αυτή η αφαιρετική ανάλυση της κοινωνικής πραγματικότητας «αποκαλύπτει» το πλήθος των επιμέρους σχέσεων, ως δομικών μονάδων, που συνθέτουν τη διαδικασία της κοινωνικής ζωής. Η επανάληψη μιας σχέσης μπορεί να αφορά συγκεκριμένες διασυνδέσεις μεταξύ δύο συγκεκριμένων ατόμων, αλλά ως μορφικό-δομικό στοιχείο αποσπάσιμο από το συγκεκριμένο περιεχόμενο που λαμβάνει, μπορεί να αφορά και διασυνδέσεις μεταξύ διαφορετικών κάθε φορά ατόμων (συγχρονικά ή σε διαδοχικούς πληθυσμούς). Στο στάδιο της σύγκρισης, λοιπόν, αυτές οι σχέσεις που προέκυψαν από την ανάλυση υποβάλλονται σε αντιπαράθεση για την εξέταση των διαφορών και ομοιοτήτων τους και εν τέλει κατηγοριοποιούνται, ταξινομούνται σε τύπους σχέσεων. Ασφαλώς όλες οι σχέσεις είναι όμοιες ως προς το ότι είναι σχέσεις, αλλά η σύγκριση που έχει ως στόχο την ταξινόμησή τους, αφορά και μια σειρά χαρακτηριστικών ή ιδιοτήτων των σχέσεων που καταγράφηκαν στο στάδιο της περιγραφής τους και μπορεί να αφορούν τη συχνότητα, ένα φάσμα συμπεριφορών, τις σχετικές εξηγήσεις των ίδιων των συμμετεχόντων (δοξασίες ή δηλωτικές δοξαστικών αντιλήψεων) καθώς και τις συγκυρίες της τέλεσής τους κ.α. που ομοίως υπεισέρχονται στη σύγκριση για τον σχηματισμό των ταξινομήσεων.

Η ολοκλήρωση των δύο επιπέδων αφαίρεσης, από τη πολλαπλότητα των διαδράσεων στη συγκρότηση σταθερών σχέσεων και από τις επιμέρους επαναλαμβανόμενες σχέσεις στους τύπους σχέσεων, δίνει τη δυνατότητα να προσδιοριστεί η ίδια η διάταξη των (τύπων) σχέσεων, το κανονικό σχήμα των σχέσεων σε μια κοινωνία, που αποτελεί και τον δομικό ή κοινωνικό της τύπο και συνθέτει τα γενικά της χαρακτηριστικά[7]. Η δομική ανάλυση και ταξινόμηση των δομικών στοιχείων της κοινωνικής ζωής αποτελεί, λοιπόν, μεθοδολογική προϋπόθεση για τον ακόλουθο προσδιορισμό των διασυνδέσεών τους και τα δύο (ανάλυση-διασύνδεση/σύνθεση) συνιστούν στάδια ή επίπεδα της θεωρητικής ανασυγκρότησης του κοινωνικού φαινομένου ως ολότητας, συγκεκριμένα ως ολότητας κοινωνικών σχέσεων μεταξύ προσώπων.

Στη βάση αυτής της θεώρησης δίνεται και ο ορισμός της κοινωνικής δομής από τον Radcliffe-Brown: «μια διατεταγμένη διευθέτηση προσώπων, δηλαδή ατόμων που κατέχουν μια (κοινωνική) θέση[…]η διευθέτηση προσώπων σε κοινωνικές σχέσεις θεσμικά καθορισμένες και ελεγχόμενες[8]». Στα πλαίσια αυτής της ολιστικής θεώρησης, που αντιτάσσεται στην ατομικιστική προσέγγιση του ψυχολογικού αναγωγισμού στην ερμηνεία των κοινωνικών φαινομένων, η κοινωνία νοείται ως σύστημα, τα συστατικά μέρη του οποίου βρίσκονται σε αλληλοσυσχέτιση τόσο μεταξύ τους, όσο και με το όλον στο οποίο ανήκουν. Η αλληλεξάρτηση αυτή είναι καθολική και σταθερή με τρόπο ώστε κάθε τροποποίηση της σχέσης (ή του είδους της σχέσης) που ισχύει μεταξύ δύο μερών, επιφέρει αλλαγές στις σχέσεις (στο είδος των σχέσεων) μεταξύ άλλων μερών και εν τέλει τροποποίηση του συνόλου. Αυτή η ολιστική προσέγγιση συχνά συνδέεται με μια οργανισμική σύλληψη της κοινωνίας στα πλαίσια μιας αναλογίας οργανικής και κοινωνικής ζωής. Αναφορικά με τον παραπάνω ορισμό του Radcliffe-Brown, η κοινωνία, έχει μια δομή, ως μια διάταξη ανθρώπων, ένα σύνολο σχέσεων που συνδέουν μεταξύ τους άτομα σε ένα ενοποιημένο όλον. Η συνέχεια, η σταθερότητα αυτού του συστήματος σχέσεων διατηρείται από τη διαδικασία της κοινωνικής ζωής που συνίσταται στις δραστηριότητες και αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ανθρώπων και των ομάδων στις οποίες ανήκουν. Συνεπάγεται ότι οι δραστηριότητες και αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ανθρώπων έχουν μια συμβολή στη διατήρηση της δομής (του συστήματος των σχέσεων) και πως είναι ρυθμισμένες, συντονισμένες προς τη διατήρηση αυτών των σχέσεων. Η κοινωνική ζωή μιας κοινωνίας νοείται, λοιπόν, ως η (ολική) λειτουργία της δομής, ενώ η λειτουργία[9] κάθε επαναλαμβανόμενης δραστηριότητας, συμπεριφοράς, κάθε εθίμου συνίσταται στον ρόλο που παίζει στη κοινωνική ζωή ως όλον, δηλαδή στη συμβολή τους στη διατήρηση της δομικής συνέχειας[10].

Αυτές οι θεωρήσεις στηρίζονται σε ορισμένες βασικές αρχές, πως οι κοινωνίες συνιστούν ένα όλον με σαφή όρια, πως αυτό το όλον έχει λειτουργική ενότητα και διακριτή παρατηρήσιμη δομή[11] και πως τα υποκείμενα αποτελούν παράγωγα αυτής της δομής. Αυτές οι αρχές αντανακλώνται στους νόμους της κοινωνικής στατικής, όπως τους όρισε ο Radcliffe-Brown:

  1. Σε μια κοινωνία πρέπει να υπάρχει ένα ορισμένο κοινό σύνολο τρόπων σκέψης, αίσθησης και πράξης (πολιτισμός – πολιτισμική παράδοση)
  2. Να υπάρχει ένα ορισμένος βαθμός λειτουργικής συνοχής μεταξύ των συστατικών μερών του κοινωνικού συστήματος.
  3. Για να είναι δυνατή η κοινωνική ζωή, πρέπει να καθιερωθεί μια ορισμένη κοινωνική δομή, μια διάταξη σχέσεων ατόμων και ομάδων, από την οποία να προκύπτουν δικαιώματα και καθήκοντα[12].

Στο σημείο αυτό ο δομολειτουργισμός συγκλίνει σε ορισμένα σημεία στα πλαίσια της οργανικής αναλογίας με ορισμένες προτάσεις του εξελικτισμού, συλλαμβάνοντας το κοινωνικό σύστημα με όρους ενός προσαρμοστικού συστήματος, η σταθερότητα του οποίου εξαρτάται από την αποδοτικότητα της εσωτερικής και εξωτερικής προσαρμογής του, όψεις του οποίου συνιστούν η οικολογική, θεσμική και πολιτισμική προσαρμογή, οι οποίες αποτελούν μέρη της διαδικασίας της κοινωνικής ζωής, μέσω της οποίας διατηρείται η δομική συνέχεια, συνεπώς κι η λειτουργία του κοινωνικού συστήματος.

Οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ατόμων ρυθμίζονται σύμφωνα με το σύστημα των κοινωνικών σχέσεων μέσω της κοινωνικής διαδικασίας της πολιτισμικής παράδοσης, κατά την οποία εσωτερικεύονται κοινωνικά κατεστημένοι τρόποι σκέψης κι αίσθησης[13] και με τον τρόπο αυτό αναπαράγονται στην αλληλεπίδραση μεταξύ των ατόμων, αλλά και μέσω των κοινωνικών θεσμών, ως καθιερωμένων κανόνων συμπεριφοράς. Το σύστημα των δομικών θέσεων, όπως ορίζεται από την συγκεκριμένη κοινωνική δομή, αντιστοιχείται μ’ ένα σύστημα ρόλων (ως κοινωνικά διαγεγραμμένων τρόπων δράσης), όπως ορίζεται από την κοινωνική οργάνωση, ώστε για κάθε τύπο σχέσης σε ένα κοινωνικό σύστημα αντιστοιχεί ένας κοινωνικός θεσμός, που ρυθμίζει τη συμπεριφορά των προσώπων, δηλαδή το κοινωνικό τους ρόλο, σύμφωνα με τη θέση που κατέχουν στα πλαίσια μιας σχέσης και σε συσχέτιση με το σύστημα των σχέσεων σε μια κοινωνία[14].

Προκύπτει λοιπόν σύμφωνα με την θεωρητική πρόταση του Radcliffe-Brown, ότι «οι τρείς έννοιες είναι αλληλένδετες εφόσον η «λειτουργία» αναφέρεται στις σχέσεις διαδικασίας και δομής», πως η εξήγηση ενός κοινωνικού θεσμού (στο βαθμό που ρυθμίζει τη συμπεριφορά των ανθρώπων στις κοινωνικές τους σχέσεις) ή ενός κοινωνικού εθίμου (ως κανονιστικά προδιαγεγραμμένου τρόπου συμπεριφοράς), έγκειται στον εντοπισμό της λειτουργίας του. Ιδιαίτερη σημασία ωστόσο έχει η μεθοδολογική συνέπειά της, καθώς για να προσδιοριστεί η λειτουργία του, θα πρέπει να προηγηθεί μια δομική ανάλυση του κοινωνικού συστήματος, στο οποίο θα πρέπει να τοποθετηθεί αυτή η δραστηριότητα ως διαδικασία και να συσχετιστεί δομικά και λειτουργικά με το σύνολο των εθίμων που συναποτελούν τη διαδικασία της ζωής της συγκεκριμένης κοινωνίας κι ενδεχομένως να συγκριθεί, να ενταχθεί, και να συνεκτιμηθεί με τους διαθέσιμους κοινωνικούς τύπους.

2. Εφαρμογή – Σχολιασμός

Μια εφαρμογή αυτής της θεωρητικής πρότασης του δομολειτουργισμού μπορεί να εντοπισθεί στην σχετική εξέταση κι εξήγηση της σχέσης ανάμεσα στον αδελφό της μητέρας και τον γιό της αδελφής (μητρικός θείος-ανιψιός) που έχει αναγνωριστεί σε πολλές πατριαρχικές – πατρογονικές φυλές της Αφρικής και της Ωκεανίας[15]. Σημεία αναφοράς στην ανάλυση του Radcliffe-Brown αποτελούν κυρίως οι BaThonga της Αν. Αφρικής, οι Nama της Ν. Αφρικής και οι Tonga της Πολυνησίας. Η πραγμάτευση έχει συνταχθεί σύμφωνα με το σχήμα ενός υποθετικο-παραγωγικού συλλογισμού, που στόχο έχει κυρίως να ελέγξει διαψευστικά μια προηγούμενη εξελικτιστική εξήγηση των ίδιων εθίμων.

Ο παρών σχολιασμός της εφαρμογής της θεωρητικής δομολειτουργιστικής πρότασης δεν θα ακολουθήσει αυτόν τον συλλογισμό, αφενός λόγω των αδυναμιών του, καθότι δεν οδηγεί στη παραγωγή νέων προτάσεων, αλλά αποτελεί περισσότερο ένταξη των ήδη διαθέσιμων στοιχείων σ’ ένα λογικό σχήμα που ευνοεί τη παρουσίασή τους και την προκατασκευασμένη εξήγηση, ενώ μένει και ανολοκλήρωτος[16], αφετέρου δεν διαφωτίζει τόσο την μεθοδολογική προσέγγιση όπως προκύπτει από τη θεωρία, αν και θα μπορούσε, ωστόσο, να θεωρηθεί ως χαρακτηριστικό της άποψης περί ενιαίας επιστημονικής μεθόδου στις φυσικές και κοινωνικές επιστήμες, σύμφωνα με τις επιστημολογικές θέσεις της εποχής του πρώτου μισού του 20ου αιώνα. Ως προς αυτή την παράμετρο, η παρούσα εργασία θα περιοριστεί στην επισήμανσή της. Επίσης συνάδει σε κάποιο βαθμό με την ειδική τυπολογική μέθοδο της κοινωνικής ανθρωπολογίας της εποχής, που μέσω συγκρίσεων και ταξινομήσεων, στοχεύει στην κατασκευή γενικών προτάσεων στη βάση δομικών τύπων των κοινωνιών. Ακολούθως, οι γενικές προτάσεις του Radcliffe-Brown αποτελούν απόρροια τέτοιων συγκρίσεων, όπως και το γεγονός ότι το έθιμο εξετάζεται σύμφωνα με τις παρατηρήσεις σε διάφορες κοινωνίες, σε αντίθεση με την αρχική έρευνα που σχολιάζει ο Radcliffe-Brown που εστιάζει σε μία μόνο φυλή της Αφρικής, τους BaThonga. Αυτό αποτελεί, όμως, ένα στοιχείο που μπορεί να αποσπαστεί από τη συγκεκριμένη ένταξή του στα πλαίσια ενός υποθετικο-παραγωγικού συλλογισμού.

Αυτή η ειδική σχέση μητρικού θείου και ανιψιού έχει καταγραφεί στις ακόλουθες κυρίως περιστάσεις:

1. Ο ανιψιός τυγχάνει ιδιαίτερης φροντίδας από τον θείο του καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του.

2. Όταν ο ανιψιός είναι άρρωστος, ο μητρικός θείος θυσιάζει εκ μέρους του.

3. Επιτρέπονται πολλές ελευθερίες στον ανιψιό ως προς τη συμπεριφορά του προς τον μητρικό θείο του, πχ μπορεί να πάει να φάει το φαγητό που έχει ετοιμαστεί για εκείνον.

4. Ο ανιψιός διεκδικεί ένα μέρος της περιουσίας του θείου του, όταν αυτός πεθάνει, ενδεχομένως και μια από τις χήρες του.

5. Όταν ο μητρικός θείος προσφέρει μια θυσία στους προγόνους του, ο γιός της αδελφής του κλέβει και καταναλώνει τη μερίδα του κρέατος από την προσφορά στους θεούς.

Σύμφωνα με την εξελικτιστική θεώρηση, το έθιμο αυτό αποτελεί «μνημείο», απομεινάρι μιας προηγούμενης περιόδου, όταν η συγκεκριμένη φυλή ήταν οργανωμένη στη βάση μητριαρχικών και μητρογραμμικών θεσμών προτού μετεξελιχθεί σε πατριαρχική, πατρογονική κοινωνία. Αυτή η εξήγηση παρουσιάζει μια σειρά προβλημάτων κατά τη δομολειτουργιστική θεώρηση. Καταρχάς, καθίσταται ψευδο-ιστορική και ψευδο-αιτιακή στο βαθμό που κατασκευάζει υποθετικά μια αιτιακή αλυσίδα γεγονότων η οποία δεν είναι τεκμηριώσιμη, καθότι απουσιάζει μια οποιαδήποτε ιστορική καταγραφή ή αρχείο, το οποίο θα έπρεπε το ίδιο να κριθεί για την αξιοπιστία του, σε σύνδεση με το οποίο θα μπορούσε έστω κατά περίπτωση να υποτεθεί μια τέτοια εξέλιξη[17]. Έπειτα η «εξήγηση» αυτή στηρίζεται σ’ έναν πλήρη και απόλυτο διαχωρισμό μεταξύ μητριαρχικών και πατριαρχικών θεσμών, ώστε η όποια ύπαρξη ενός «μητριαρχικού», σύμφωνα με αυτή τη ταξινόμηση, θεσμού σε μια «πατριαρχική» κοινωνία, νοείται όχι μόνο ως απομεινάρι, αλλά κι ως παράδοξο ξένο στοιχείο. Τόσο πρακτικά, όσο και θεωρητικά, αυτού του είδους η εξήγηση δεν προωθεί τη κατανόησή τόσο του ίδιου του θεσμού όσο και της κοινωνίας στην οποία απαντάται. Σε θεωρητικό επίπεδο η εξήγηση αυτή αντιφάσκει με την αρχή της συγχρονίας και του συστήματος στην δομολειτουργιστική προσέγγιση. Σύμφωνα με τις αρχές κάθε στοιχείο ή έθιμο της κοινωνικής ζωής κι όλα στη συνάφειά τους, ανεξάρτητα από την ιστορικότητά τους, θα πρέπει να μελετώνται ως προς τον τρόπο που συντίθενται και λειτουργούν στο παρόν της κοινωνικής ζωής και καθορίζουν τη σκέψη, την αίσθηση και τις πράξεις των ατόμων στις μεταξύ τους σχέσεις που συγκροτούν μια κοινωνία.

Μια ενδεικτική πρώτη ανάλυση των αναφερομένων περιστάσεων μπορεί να καταδείξει την ύπαρξη και μετάθεση της ειδικής σύνδεσης μεταξύ μητρικού θείου και ανιψιού σε τρία επίπεδα. Στη 1η και 3η περίπτωση το έθιμο αφορά το επίπεδο των διαπροσωπικών σχέσεων μεταξύ των δύο προσώπων, μητρικού ανιψιού και θείου, στη καθημερινή τους συμπεριφορά. Οι ρόλοι που αμοιβαία υιοθετούν θα μπορούσαν να παρασταθούν μ’ ένα ζεύγος αντιθετικών και εξισορροπητικών όρων και συναφών συμπεριφορών, «επιείκεια – ελευθερία», που συνθέτουν μια σχέση οικειότητας. Στη 4η περίπτωση η σύνδεση μεταξύ των δύο προσώπων μεταφέρεται στο επίπεδο των εθίμων κληρονομίας και γάμου. Στη 2η και 5η περίπτωση η συσχέτιση μετατίθεται στο επίπεδο των θρησκευτικών δοξασιών και τελετουργικών πρακτικών. Συγκεκριμένα, ο θείος εμφανίζεται ως εκείνος που είναι υπεύθυνος να θυσιάσει στους θεούς όταν αρρωστήσει ο γιός της αδελφής του. Αυτό συνεπάγεται πως σε επίπεδο δοξασιών υπάρχει μια σχέση φυσικού και υπερφυσικού κόσμου ή τάξης κι ότι οι άνθρωποι μπορούν εμπρόθετα, μέσω τελετουργικών πρακτικών (προσφορά θυσίας-υλικό μέσο) να εκκινήσουν μια αντίστροφη διαδικασία επίδρασης του υπερφυσικού στο φυσικό πεδίο. Στο τελευταίο παράδειγμα η συμπεριφορά μεταξύ των δύο προσώπων στις διαπροσωπικές τους σχέσεις παρουσιάζεται να βρίσκει έκφραση στα πλαίσια μιας τελετουργίας κατά την οποία ο αδελφός της μητέρας κάνει μια προσφορά στους θεούς, σύμφωνα με μια δοξασία προγονικής λατρείας. Επομένως αυτή η σχέση φυσικής και υπερφυσικής τάξης (κοινωνικής και ηθικής τάξης) φαίνεται να ιδρύεται συμβολικά στη βάση της συγγένειας και της γενεαλογίας, ενώ εμμέσως επισημαίνεται κι ένας επιμερισμός του ηθικού κόσμου σε αναλογία με τον κοινωνικό κόσμο, αφού το σύνολο των θεοτήτων με τα οποία σχετίζεται κανείς, ορίζεται σύμφωνα με τη γραμμή καταγωγής του. Σ’ αυτά τα επίπεδα και στη συγχρονική τους συσχέτιση σε συνδυασμό και μ’ άλλα έθιμα και δοξασίες θα μελετηθεί η σχέση μεταξύ μητρικού θείου και ανιψιού.

Στις περισσότερες πρωτόγονες κοινωνίες, σύμφωνα με τον Radcliffe-Brown, οι κοινωνικές σχέσεις του ατόμου ορίζονται στη βάση της συγγένειας. Αυτό αφενός διότι οι πρωτόγονες κοινωνίες είναι λιγότερο σύνθετες και διαφοροποιημένες, αφετέρου γιατί είναι οργανωμένες σε μικρά σχετικά σύνολα, στα οποία κυριαρχούν οι σχέσεις συγγένειας κι έτσι η κοινωνική δομή ιδρύεται στη βάση του συστήματος των σχέσεων συγγένειας κι επιγαμίας. Για τη μελέτη της δομής των συγγενικών σχέσεων ο Radcliffe-Brown εστιάζει ιδιαίτερα στη συγγενειακή ορολογία και στους συγγενειακούς θεσμούς κι έθιμα. Αυτό που η συγγενειακή ορολογία προσδιορίζει και φανερώνει είναι η κατηγοριοποίηση και διάταξη των σχέσεων στη συγγενειακή δομή. Από τους υπάρχοντες όρους (σε σχέση και με τον αριθμό τους) και τη συγκρότησή τους (απλή ή σύνθετη), ο μελετητής μπορεί να συναγάγει ποιοί τύποι σχέσεων αναγνωρίζονται ως διακριτοί και συνεπώς πραγματικοί και να καταγράψει τους αμοιβαίους τύπους συμπεριφοράς με τους οποίους αντιστοιχούνται και διακρίνονται στη πράξη αυτοί οι τύποι σχέσεων στη κοινωνική ζωή, σε συνδυασμό με τις αντιλήψεις των ίδιων των ανθρώπων για τους δεσμούς τους με τα πρόσωπα αυτά που οι συγγενικές σχέσεις τούς φέρνουν σε επαφή. Η ορολογία της συγγένειας είναι δηλαδή ταξινομική[18], κατηγοριοποιεί τα δομικά είδη σχέσεων και συγκροτεί συστήματα μέσω των οποίων μπορεί να ερευνηθεί η δομή σε συνάφεια με την οργάνωση των κοινωνικών σχέσεων.

Μέσω της σύγκρισης δομικά ομοίων κοινωνιών στην Αφρική[19] ο Radcliffe-Brown συνήγαγε ότι όπου η σχέση μητρικού θείου – ανιψιού είναι σημαντική, προβάλλει καταλυτική και η σχέση πατρικής θείας – ανιψιού, οπότε, για να καταστεί πληρέστερη η έρευνα, πραγματεύεται κι αντιπαραθέτει τους δύο τύπους σχέσεων συσχετικά, καθότι σύμφωνα με την συστημική αρχή του ολισμού, τα κοινωνικά φαινόμενα δεν μπορούν να γίνουν κατανοητά αφεαυτά, αλλά σε συνάφεια με σχετιζόμενα κοινωνικά φαινόμενα και με το σύνολο, ενώ η εξήγηση ενός εξ αυτών, εφόσον διενεργείται μέσω του συνόλου, θα πρέπει να μπορεί περιλάβει και να είναι συμβατή με την εξήγηση ενός άλλου φαινομένου ή εθίμου της ίδιας κοινωνίας. Ως προς την ορολογία των συγγενειακών σχέσεων, σε αρκετές φυλές της Αφρικής, συμπεριλαμβανομένων και των BaThonga, ο αδελφός της μητέρας σημαίνεται μ’ έναν όρο που μπορεί να αποδοθεί ως «αρσενική μητέρα» (malume), ενώ η αδελφή του πατέρα «θηλυκός πατέρας» (rarana). Συνεπώς η ορίζουσα κατηγορία (ουσιαστικό) και στις δύο περιπτώσεις είναι εκείνη της πλευράς του σογιού στο οποίο εντάσσεται ο συγγενής, της μητέρας ή του πατέρα, και σε δευτερεύον επίπεδο (επιθετικός προσδιορισμός) εκείνη του φύλου, άρρεν ή θήλυ[20].

Ο διαχωρισμός αυτός ανταποκρίνεται, ή μάλλον θεμελιώνεται, αφενός στη κοινωνική δομή, αφετέρου σε μια κυρίαρχη πολιτισμική παράδοση. Κοινό χαρακτηριστικό των υπό εξέταση κοινωνιών αποτελεί το γεγονός ότι είναι «κατατετμημένες» (segmental), όπως τις ονόμασε ο Durkheim, δηλαδή χαρακτηρίζονται από επανάληψη όμοιων συσσωματώσεων[21], γραμμών καταγωγής στη συγκεκριμένη περίπτωση, στα πλαίσια των οποίων ισχύουν όμοια επαναλαμβανόμενες σχέσεις μεταξύ των μελών τους[22]. Αυτές οι γραμμές καταγωγής, στις υπό εξέταση κοινωνίες, στηρίζονται σε πατριαρχικούς και πατρογονικούς θεσμούς, σύμφωνα με τους οποίους η καταγωγή είναι πατρογονική (τα παιδιά ανήκουν στη κοινωνική ομάδα γραμμικής καταγωγής του πατέρα), η κληρονομία και η διαδοχή αρρενογονική, ο γάμος πατροτοπικός, η εξουσία στην οικογένεια ασκείται από τον πατέρα και τη πατρική ομάδα, ενώ και η λατρεία είναι προγονική και πατρογονική, ορίζεται επομένως γενεαλογικά σε αναλογία με τη κοινωνική δομή ακολουθώντας την γραμμή καταγωγής. Ως αποτέλεσμα της δομής και της οργάνωσης της ομάδας κοινής καταγωγής, η εμπειρία της σχέσης εκ μέρους ενός παιδιού με το πατέρα του, σύμφωνα με τη παρατήρηση και τις μαρτυρίες των ιθαγενών (στο βαθμό που αντικατοπτρίζουν κοινωνικούς θεσμούς), είναι μία υποχρέωσης σεβασμού, φόβου και υπακοής προς την αυστηρότητα και την επίπληξη του πατέρα. Η εμπειρία της σχέσης με την μητέρα, όπου δεν εδρεύουν σχέσεις ιεραρχίας, είναι μια ελευθερίας και «απρέπειας» προς την στοργικότητα και την επιείκεια της μητέρας. Προκύπτει ένα ζεύγος αντιθέτων ως προς τον χαρακτήρα των δύο τύπων σχέσεων, «σεβασμού – οικειότητας», καθένας εκ των οποίων προσδιορίζεται διττά ως προς τη θέση κάθε προσώπου στη σχέση και στο σύνολο της δομής και το ρόλο που συνοδεύει αυτή τη θέση σύμφωνα με τα τους κοινωνικούς θεσμούς. Το σύνολο αυτό των σχέσεων και των συμπεριφορών διατρέχει μια κεντρική πολιτισμική παράδοση σύμφωνα με την οποία ο χαρακτήρας των σχέσεων διακρίνεται ανά φύλο, ώστε σχέσεις ιδιαίτερης οικειότητας είναι επιτρεπτές μόνο μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου. Έτσι, λοιπόν, προκύπτει ότι οι σχέσεις ενός αρσενικού τέκνου με τους άρρενες συγγενείς του εν γένει μπορούν να είναι πιο οικείες σε σχέση με εκείνες που συνάπτονται με θηλυκά μέλη[23]. Σε συμφωνία με τις άνωθεν παραμέτρους οι αμοιβαίες συμπεριφορές των προσώπων στις σχέσεις μητρικού θείου-ανιψιού και πατρικής θείας-ανιψιού είναι σχέσεις ενισχυμένης οικειότητας και ενισχυμένου σεβασμού αντίστοιχα.

Σημαντικό στοιχείο στην επιχειρηματολογία του Radcliffe-Brown αποτελεί το γεγονός ότι αυτός ο χαρακτήρας της σχέσης θείου-ανιψιού επαναλαμβάνεται στη σχέση μητρικού παππού-εγγονού, ενώ απαντάται και ένας συναφής συγγενειακός ταξινομικός όρος, ο οποίος αποδίδεται ομοίως στον παππού και στον θείο και σημαίνει «παππούς» (kokwana). Συνεπώς οι σχέσεις αυτές ταξινομούνται σ’ ένα γενικό είδος/τύπο σχέσης, ο οποίος αντιστοιχείται με ένα γενικό τύπο συμπεριφοράς[24] εκ μέρους των δύο μερών, που μπορεί να εξηγηθεί ομοίως με αναφορά στον δομικό τύπο των κοινωνιών αυτών, που αποτελούνται από όμοιες, αλλά διαχωρισμένες συσσωματώσεις, η ένταξη στις οποίες καθορίζεται με πατρογονικούς θεσμούς. Αντίστροφα, από τη συγκρότηση της κοινωνίας προκύπτει η τάση το άτομο να συγχωνεύεται στην ομάδα στην οποία ανήκει, τάση που βρίσκει έκφραση στη συγγενειακή ορολογία, που ταξινομεί θεωρητικά διακριτές επιμέρους σχέσεις σε τύπους σχέσεων, ταξινομώντας παράλληλα και τους πιθανούς τρόπους συμπεριφοράς σε τύπους συμπεριφοράς, ταυτόχρονα καθιερώνοντας και νομιμοποιώντας την σύνδεση τύπων σχέσεων και τύπων συμπεριφορών. Μέσω αυτού του συλλογισμού Radcliffe-Brown συμπεραίνει πως η πρωτογενής σχέση ενός παιδιού προς τη μητέρα και τον πατέρα του επεκτείνεται, σύμφωνα με το δομικό σύστημα των κοινωνικών σχέσεων, προς τους πατρικούς και μητρικούς συγγενείς (και θεούς) και με τον τρόπο αυτό εξηγεί την «παράδοξη» συμπεριφορά. Ωστόσο, στην εξήγηση αυτή δεν περιλαμβάνεται, ούτε συνάγεται άμεσα, η λειτουργία της σχέσης στη κοινωνική ζωή συνολικά. Μένει, λοιπόν, να μελετηθεί ο τρόπος που η σχέση αυτή μεταφέρεται στο επίπεδο των εθίμων συγγένειας, επιγαμίας και λατρείας και ο τρόπος που αυτά συντίθενται στη κοινωνική ζωή.

Σύμφωνα με τα πατριαρχικά πατρογονικά έθιμα των υπό μελέτη κοινωνιών, όταν μια γυναίκα παντρεύεται, δίνεται από την οικογενειακή ομάδα υποδοχής ένα είδος αποζημίωσης σε βοοειδή στην συγγενική ομάδα στην οποία ανήκει η νύφη. Ωστόσο, ένα μικρό μέρος της αποζημίωσης αυτής πηγαίνει και στον αδελφό της (τον μεγαλύτερο ή ενδεχομένως και στον πατέρα της, αν ζει). Αυτό το μερίδιο βοοειδών παραμένει στη κατοχή του αδελφού της νύφης εκ μέρους των παιδιών της αδελφής του, που δεν θα λάβουν βοοειδή από την ομάδα του πατέρα προτού ενηλικιωθούν. Τα βοοειδή αυτό το διάστημα χρησιμεύουν κυρίως για θυσία στους μητρικούς θεούς στη περίπτωση που τα παιδιά της γυναίκας αρρωστήσουν, αν και μπορεί με αυτά ή μέρος τους ο μητρικός θείος να προικίσει τον ανιψιό του, όταν αυτός θελήσει να παντρευτεί. Σύμφωνα με τις δοξασίες των φυλών, οι μητρικοί θεοί ενός παιδιού, δηλαδή οι πατρογονικοί θεοί της μητέρας του, μπορούν να προσφέρουν προστασία ή γιατρειά στα ίδια καθώς και στη μητέρα τους, όταν αυτή έχει εγκατασταθεί σε οικία διαφορετικής ομάδας κοινής καταγωγής μετά τον γάμο της, αλλά η τελετουργική θυσία πρέπει να γίνει από τα άρρενα μέλη της μητρικής οικογένειας (πατρογονικοί και αρρενογονικοί θεσμοί). Είναι λοιπόν ο μητρικός θείος εκείνος που αναλαμβάνει τη θυσία προς τους θεούς των προγόνων του, με τα βοοειδή ωστόσο της ομάδας του συζύγου της αδελφής του. Η γυναίκα η ίδια, αν και διαμένει εντός των ορίων της γης της κοινωνικής ομάδας του συζύγου της, συνεχίζει να ανήκει στην κοινωνική ομάδα του πατέρα της. Για τον λόγο αυτό, κατά τη πρώιμη περίοδο της διαμονής της στην νέα ομάδα, ενόσω θεωρείται ακόμη «ξένη», δεν μπορεί να πιεί γάλα από το κοπάδι αυτής της ομάδας, αλλά παίρνει γάλα από μια αγελάδα που τής δίνεται από την ομάδα καταγωγής της όταν παντρεύεται. Ακόμη με τις τρίχες από την ουρά της αγελάδας μπορεί να φτιάξει «προστατευτικό περιδέραιο» για την ίδια και τα παιδιά της, τα οποία προτού ενηλικιωθούν, δεν αποτελούν ακόμη μέρος της ομάδας του πατέρα, αλλά διατηρούν ισχυρούς δεσμούς με τη μητέρα και την ομάδα καταγωγής της. Η αγελάδα αυτή που φέρει η γυναίκα στην νέα της ομάδα, σε αντιστοιχία με το μερίδιο βοοειδών που δίνεται στον αδελφό της, λειτουργεί ως σύνδεσμος με την μητρική ομάδα και τους μητρικούς θεούς οι οποίοι, σε αντίθεση με τους πατρικούς που μπορεί να βλάψουν – σε μια μετάθεση των πατρογονικών εθίμων και των θεσμών του συστήματος των σχέσεων στις δοξασίες, μπορούν να προστατέψουν το παιδί και τη μητέρα.

Ως τελική δομολειτουργική εξήγηση αυτών των θεσμών και συμπεριφορών στα διασυνδεόμενα επίπεδα των προσωπικών σχέσεων, των ευρύτερων σχέσεων συγγένειας και επιγαμίας και στις τελετουργικές πρακτικές και δοξασίες, θα μπορούσε να ειπωθεί πως η λειτουργία τους είναι η επίρρωση της αλληλεξάρτησης αυτών των ομοίων αλλά κοινωνικά διαχωρισμένων συσσωματώσεων που συστήνουν τη κοινωνική δομή, η ενίσχυση δηλαδή της κοινωνικής συνοχής που αποτελεί προϋπόθεση σύμφωνα με τους νόμους της κοινωνικής στατικής για την ομαλή αναπαραγωγή του κοινωνικού συστήματος, συμβάλλοντας στην ομαλά συνεχιζόμενη συνολική λειτουργία της δομής. Κατά τον Nadel[25] αυτό αποτελεί το σημείο σύζευξης των δύο τύπων κοινωνικών σχέσεων, μοτίβου και δικτύου σχέσεων, στο μέτρο που αυτές οι διαχωρισμένες κοινωνικές ομάδες των περιορισμένων σχέσεων αλληλοσχετίζονται μεταξύ τους, επί του οποίου προκύπτουν γνήσια προβλήματα κοινωνικής στατικής και δυναμικής. Ο ίδιος ο Radcliffe-Brown αναγνώρισε αργότερα τις σχέσεις αυτές ως περίπτωση των «σχέσεων συμμαχίας ή συνένωσης», ως «ένα τρόπο οργάνωσης ενός καθορισμένου συστήματος κοινωνικής συμπεριφοράς του οποίου τα συστατικά στοιχεία, που βρίσκονται σε συμπλοκή και διάζευξη, διατηρούνται και συνδυάζονται»[26].

 

Βιβλιογραφία:

 

  • M. Fortes, Time, Social Structure and Other Essays, The Athlone Press, New York 1970, κεφ. 1, σελ. 1-32.
  • A. Kuper, Ανθρωπολογία και Ανθρωπολόγοι: Η σύγχρονη βρετανική σχολή, επιμ. Ε.Παπαταξιάρχης, μτφρ. Χ. Μιχαλοπούλου-Βέϊκου, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1989, κεφ. 2-3, σελ. 84-176.
  • S.F. Nadel, “On Social Structure”, Theory in Anthropology: A Sourcebook, ed. Manners and Kaplan, Aldine Publishing Company, New York 1979, σελ. 220-8.
  • A.R. Radcliffe-Brown, Structure and Function in Primitive Society, Routledge & Kegan Paul, London 1979, σελ. 1-31, 178-204.
  • T. Mautner (ed.), The Penguin Dictionary of Philosophy4, Penguin Books, New York 2000.
  • Ν. Αυγελής, Φιλοσοφία της Επιστήμης, εκδ. Κώδικας, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 11-64.
 


 

[1] Το φαινόμενο όπως παρουσιάζεται στη συνείδηση, δηλαδή ως γνωστική, νοητική διάσταση του Είναι και του Γίγνεσθαι.

[2] A.R. Radcliffe-Brown, Structure and Function in Primitive Society, σελ. 4.

[3] S.F. Nadel, “On Social Structure”, Theory in Anthropology: A Sourcebook, σελ. 224.

[4] Αυτή η χωροχρονική συγκυρία μπορεί να ορίζεται κι ως σύμπτωση με άλλες επαναλαμβανόμενες διαδράσεις.

[5] M. Fortes, Time, Social Structure and Other Essays, The Athlone Press, New York 1970, σελ. 1-6.

[6] Όπως παρατηρεί ο Nadel, οι σχέσεις είναι περιεκτικές, δηλαδή περιλαμβάνουν μια σειρά διαφορετικών τρόπων δράσης τόσο ως προς την αφαίρεση που συνεπάγονται από το περιεχόμενο της συμπεριφοράς (που τις καθιστά μεταθέσιμες ως μορφικά στοιχεία), όσο κι ως προς τους διαφορετικούς τρόπους δράσης που μπορούν να υπαχθούν σε μια σταθερή σχέση. S.F. Nadel, “On Social Structure”, Theory in Anthropology: A Sourcebook, σελ. 224.

[7] Η ίδια η διαδικασία της σύγκρισης και ταξινόμησης μπορεί να αφορά κοινωνικούς τύπους διαφορετικών επιμέρους κοινωνιών, που θα επιτρέψει τη συναγωγή γενικεύσεων για τα χαρακτηριστικά όλων των ανθρώπινων κοινωνιών. Βλ. A. Kuper, Ανθρωπολογία και Ανθρωπολόγοι: Η σύγχρονη βρετανική σχολή, σελ. 110-111.

[8] A.R. Radcliffe-Brown, Structure and Function in Primitive Society, σελ. 9, 11.

[9] Η λειτουργία διακρίνεται από τη δραστηριότητα, ως την επίπτωση που έχει η τελευταία στο σύνολο και στα άλλα μέρη.

[10] A.R. Radcliffe-Brown, κεφ. 9, σελ. 179-180.

[11] Ο Radcliffe-Brown κάνει μια διάκριση μεταξύ συγκεκριμένης δομής, όπως εμφανίζεται στις δραστηριότητες των ανθρώπων στις κοινωνικές σχέσεις, και «δομικής μορφής» ως αφαιρετικής κατασκευής. Βλ. M. Fortes, Time, Social Structure and Other Essays, σελ. 1-2.

[12] A. Kuper, Ανθρωπολογία και Ανθρωπολόγοι: Η σύγχρονη βρετανική σχολή, σελ. 113.

[13] Που αναπαράγουν με τη σειρά τους κατεστημένους τρόπους δράσης.

[14] Συγκροτείται με τον τρόπο αυτό μια αντιστοιχία συστήματος θέσεων και ρόλων, τύπων σχέσεων και κοινωνικών κανόνων, και κοινωνικής δομής και οργάνωσης. Η θέση κι ο ρόλος ορίζεται ως προς την ολότητα των κοινωνικών σχέσεων στην οποία ανήκουν.

[15] Βλ: A.R. Radcliffe-Brown, Structure and Function in Primitive Society, κεφ. 1, σελ. 15-31.

[16] Αναδεικνύει ωστόσο επιμέρους στοιχεία και περιοχές έρευνας για μελλοντική εξέταση.

[17] Η πρόταση δηλαδή απορρίπτεται όχι λόγω του ότι δεν θα μπορούσε υποθετικά να ισχύει, αλλά καταρχήν επειδή είναι αδύνατο να αποδειχθεί.

[18] A. Kuper, Ανθρωπολογία και Ανθρωπολόγοι: Η σύγχρονη βρετανική σχολή, σελ. 120.

[19] Για τη γεωγραφική τους κατανομή βλ: A.R. Radcliffe-Brown, Structure and Function in Primitive Society, σελ. 23.

[20] A.R. Radcliffe-Brown, ό.π. σελ. 19.

[21] Φατρίες, γραμμές καταγωγής, ηλικιακές ομάδες, κοινωνικά στρώματα.

[22] Προκύπτει, λοιπόν, ένα «μοτίβο σχέσεων», κατά τον Nadel, μια «διατεταγμένη διανομή σχέσεων» στη βάση αποκλειστικά της ομοιότητας ή της ανομοιότητας. Βλ: S.F. Nadel, “On Social Structure”, Theory in Anthropology: A Sourcebook, σελ. 227.

[23] Αυτή η αρχή βέβαια διαμεσολαβείται από τις δομικά και λειτουργικά ορισμένες σχέσεις που ισχύουν σε πατριαρχικές κοινωνίες όμοιων συσσωματώσεων.

[24] Η μελέτη των μητριαρχικών κοινωνιών της Αφρικής έχει αναδείξει έναν αρκετά διαφορετικό τύπο σχέσης ανάμεσα στον ανιψιό και τον μητρικό θείο, καθότι είναι ο τελευταίος σ’ αυτές τις κοινωνίας και τα άρρενα μέλη της μητρικής ομάδας κοινής καταγωγής στην εξουσία των οποίων υπόκειται η συγγενική ομάδα. Ισχύει δηλαδή ένα καθεστώς “avunvuli potestas” με μεγαλύτερη ισχύ από την “patria potestas”. Στην προκείμενη περίπτωση η εξελικτιστική εξήγηση του εθίμου της ιδιαίτερης σχέσης μεταξύ ανιψιού και μητρικού θείου θα πρέπει να δώσει κι έναν απολογισμό του μετασχηματισμού του χαρακτήρα αυτής της σχέσης. Ακόμη, σε μητριαρχικές κοινωνίες, ο παππούς ανήκει σε διαφορετική κοινωνική ομάδα από τον εγγονό του και δεν κληρονομεί ο τελευταίος περιουσία από τον πρώτο. Στην επιχειρηματολογία του Radcliffe-Brown αυτά τα στοιχεία συνιστούν μια διάψευση της ιστορικής εξήγησης του θεσμού. A.R. Radcliffe-Brown, ό.π. σελ. 24.

[25] S.F. Nadel, “On Social Structure”, Theory in Anthropology: A Sourcebook, σελ. 22

[26] A. Kuper, Ανθρωπολογία και Ανθρωπολόγοι: Η σύγχρονη βρετανική σχολή, σελ. 124-5.

Σχολιάστε