Κοινωνική Πραξεολογία

Ανθρωπολογία, Κοινωνιολογία, Φιλοσοφία, Πολιτική

Posts Tagged ‘πεδίο’

Η έννοια του “intérêt” στο έργο του Pierre Bourdieu

Posted by Γιώργος Καψωμένος στο 25 Ιουλίου, 2008

Η ανάλυση, ο τρόπος στοχασμού και πρακτικής μελέτης[1] που προτείνει ο Pierre Bourdieu έγκειται σε μια ιστοριστική, κοινωνιολογική σύλληψη και σε μια ιστορική, κοινωνική θεμελίωση των κοινωνικών φαινομένων και πρακτικών, στην αποκατάσταση της πρακτικής τους αναγκαιότητας μέσω της αποκατάστασης της θεωρητικής τους αναγκαιότητας και των συνθηκών δυνατότητας και πραγμάτωσής τους. Απορρίπτοντας την θετικιστική οντολογική και επιστημολογική διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου[2], καθώς και τον αποδομιστικό, αυτοαναφορικό σχετικισμό του μεταμοντερνισμού[3], ο Bourdieu συγκροτεί μια κριτική αλλά ρεαλιστική θεώρηση του κοινωνικού που θεμελιώνεται στη -χρονική- διαλεκτική συσχέτιση κοινωνικών και γνωστικών-νοητικών-κινητήριων δομών[4]. Η εμπειρική εθνογραφική έρευνα του Bourdieu σε συνδυασμό με τον αναστοχασμό επί των θεωρητικών της προϋποθέσεων και των πρακτικών της αποτελεσμάτων, έχει παραγάγει την επιστημονική πεποίθηση – και μια αντίληψη περί των ειδικών συνθηκών – της δυνατότητας της καθολικής γνώσης, καθώς και ένα σύνολο εννοιακών εργαλείων και πρακτικών διεργασιών σχεδιασμένων να συλλάβουν σε έναν ενιαίο τρόπο εξήγησης και κατανόησης τα σταθερά και μεταβλητά χαρακτηριστικά κάθε επιμέρους εμπειρικής πραγματικότητας, συγκροτώντας την ως μια «ειδική περίπτωση του δυνατού»[5]. Οι έννοιες (και οι ειδικές εννοιολογήσεις) του πεδίου και του habitus αποτελούν οι ίδιες παράγωγο αλλά και εργαλείο μιας ενοποιητικής και ενοποιημένης θεωρίας της πρακτικής (μιας κοινωνικής πραξεολογίας) που υπερβαίνει τις διχοτομήσεις και διαιρέσεις των διαφορετικών τομέων δράσης, των διαφορετικών πειθαρχιών, τεχνικών ανάλυσης και παρατήρησης. Ταυτόχρονα, συνιστούν και το σημείο συναίρεσης-παράγωγο και εργαλείο του θεωρητικού και μεθοδολογικού συσχετικισμού και της επιστημικής αναστοχαστικότητας[6] (ως ανακλαστικής συσχέτισης) που ορίζουν το επιστημονικό πρόγραμμα του Bourdieu, προσδιορίζοντας σύνολα σχέσεων αλλά και σύνολα συσχετισμών και συσχετίσεων πρακτικών-κοινωνικών-γνωστικών, καθώς και θεωρητικών-κριτικών, ελεγκτικών και επαληθευτικών για τη θεωρητική συγκρότηση και εξαντικειμενίκευση της κοινωνικής πραγματικότητας.

Η σύλληψη του κοινωνικού κόσμου με όρους πεδίου συνίσταται σε μια συσχετιστική σύλληψη που συνεπάγεται μια άμεση ρήξη με μια θετικιστική, «αφελώς ρεαλιστική» εννοιολόγηση και πρακτική μελέτη του[7], που αναγνωρίζει και περιορίζεται – βάσει ενός εμπειρισμού και μεθοδολογικού ατομισμού – στις άμεσα ορατές και παρατηρήσιμες πραγματικότητες: τα άτομα, τις (υποστασιοποιημένες) ομάδες, καθώς και τους διυποκειμενικούς δεσμούς και διαδράσεις μεταξύ τους. Αντίθετα, ο Bourdieu, αφομοιώνοντας κριτικά και αξιοποιώντας τις επιστημικές αρετές του αντικειμενισμού[8], επισημαίνει πως ο κοινωνικός κόσμος συνίσταται από αντικειμενικές σχέσεις που μπορούν να χαρτογραφηθούν ανεξάρτητα από τις αναπαραστάσεις, τις βουλήσεις και τις συνειδήσεις των ατόμων που ζουν σ’ αυτόν[9].

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Άρθρα | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Η εφαρμογή της Θεωρίας της Πρακτικής σε τρία ελληνικά Εθνογραφικά παραδείγματα: Νάξος, Κάρπαθος, Ροδόπη

Posted by Γιώργος Καψωμένος στο 28 Φεβρουαρίου, 2008

1. Εισαγωγή

Αφετηρία και πεδίο ανάπτυξης αυτής της εργασίας αποτελούν τρία παραδείγματα ανθρωπολογικών, εθνογραφικών κειμένων που εστιάζουν σε διαφορετικές κοινωνίες του ελλαδικού χώρου τις οποίες και συλλαμβάνουν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, ωστόσο συνέχονται τόσο θεματικά όσο και μεθοδολογικά. Κοινή θεματική αποτελεί η μελέτη της συνάφειας μεταξύ οικονομικής οργάνωσης, κοινωνικής δομής, συμβολικών αναπαραστάσεων και κοινωνικών πρακτικών, με κύρια αναφορά τις συγγενικές σχέσεις και τις λειτουργίες που επιτελούν. Για την αναλυτική προσέγγιση του αντικειμένου τους χρησιμοποιούν τις θεωρητικές κατηγορίες της λεγόμενης πραξιακής θεώρησης, κυριότερος εκπρόσωπος της οποίας θεωρείται ο Pierre Bourdieu.

2.1. Θεωρητικό Πλαίσιο

Η ιδιαίτερα γόνιμη για την ανθρωπολογική θεωρία μελέτη της διαπλοκής κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων, έχει υπάρξει αντικείμενο διαφόρων πειθαρχιών και προσεγγίσεων που μπορούν να ταξινομηθούν σε δύο γενικές κατηγορίες. Η πρώτη[1], στηριζόμενη σε νομικά, δικαιακά έγγραφα και δημογραφικά δεδομένα και στη βάση μιας θετικιστικής ιστορικής προοπτικής, επικεντρώθηκε στον εντοπισμό και τη μελέτη των τρόπων μεταβίβασης των μέσων παραγωγής (των αγροτικών κλήρων) σε συνάρτηση με τους καταγεγραμμένους στην Ευρώπη τύπους οικογενειακού σχηματισμού. Παράλληλα προσπάθησε να εντάξει τα πορίσματά της σε ένα σχήμα ιστορικής μετάβασης από την μεσαιωνική φεουδαρχική οργάνωση στον βιομηχανικό καπιταλισμό και τη νεωτερική, αυξημένα διαφοροποιημένη κοινωνία. Η δεύτερη κατηγορία προσεγγίσεων, η ανθρωπολογική, αντλώντας από τα εθνογραφικά δεδομένα μη ευρωπαϊκών κοινωνιών στράφηκε στη μελέτη των τρόπων ανταλλαγής αντικειμένων, υπηρεσιών, συμβόλων και προσώπων, ως μέσο και διαδικασία συγκρότησης κοινωνικών ομάδων και σύναψης κοινωνικών (συγγενικών) σχέσεων.

Το ενδιαφέρον των ανθρωπολογικών θεωριών εξ αρχής απασχόλησαν οι όροι της κοινωνικής ανταλλαγής, οι αρχές που διέπουν αυτή τη διαδικασία κοινωνικών διαδράσεων και καθορίζουν τη μορφή, το περιεχόμενο και τα χαρακτηριστικά τους. Συνεπώς, η έρευνα στράφηκε στον εντοπισμό των αρχών, των αιτίων, της πηγής της αναδυόμενης κανονικότητας των ατομικών και συλλογικών δράσεων και της βάσης επικαθορισμού της κοινωνικής συμπεριφοράς. Η λειτουργιστική συγχρονική προσέγγιση του Malinowski επεσήμανε τη διαπλοκή οικονομικών λειτουργιών, θρησκευτικών πεποιθήσεων και τελετουργιών στα συμφραζόμενα των οποίων θα πρέπει να μελετηθεί η ανταλλαγή και εντόπισε τις αρχές της στην ψυχολογική έμφυτη τάση των ανθρώπων να συνάπτουν κοινωνικούς δεσμούς μέσω της αμοιβαίας ανταλλαγής δώρων, αποκλείοντας, έτσι, την ύπαρξη εκμεταλλευτικών σχέσεων. Η αντίληψη της συγκρότησης του κοινωνικού ιστού στη βάση των διαδικασιών ανταλλαγής μεταξύ ατόμων και κοινωνικών ομάδων και της ακόλουθης σημασίας της για την κοινωνική συνοχή απηχείται έντονα στο έργο του Mauss, ο οποίος αναλύοντας τις μορφές ανταλλαγής αναζήτησε ένα θεμελιώδη ηθικό κώδικα συμπεριφοράς, μια βασική ηθική στην οποία να συναιρούνται το αυτοπροαίρετο και η υποχρέωση, η γενναιοδωρία, το συλλογικό και το ατομικό συμφέρον. Η δομιστική θεωρία ανήγαγε τη δομή των ανταλλαγών στις ασύνειδες δομές της σκέψης, ενώ ο δομολειτουργισμός υποκατέστησε τον πολιτισμικό με τον κοινωνικό επικαθορισμό του περιεχομένου και των γνωρισμάτων των διαφόρων τύπων κοινωνικών σχέσεων στη βάση μιας αντιστοιχίας κοινωνικής δομής και οργάνωσης, συνάγοντας από αυτή τους γενικούς κανόνες συμπεριφοράς. Η βιολογική αναγωγή των κανόνων συμπεριφοράς που διέπουν τη συγγένεια στην πρωταρχική σχέση μητέρας-παιδιού, στην οποία θεμελιώνεται η καθολικότητα και η απόλυτη δεσμευτικότητά τους, όρισε ένα σύστημα αντιθετικών διπόλων, οικιακού/δημοσίου χώρου, φύσης/πολιτισμού, γυναίκας/άνδρα, ηθικών αξιών/συμφέροντος, συγγενικών σχέσεων/σχέσεων ανταλλαγής. Η σύνδεση της συγγένειας με τη φύση, τον οικιακό χώρο, τους ηθικούς κανόνες και την παραίτηση από το ατομικό συμφέρον, συνέβαλε στην παραγνώριση μερικών καίριων όψεων των συγγενικών και οικιακών σχέσεων, όπως των εντάσεων μεταξύ ατόμου και οικογένειας, της διαπραγμάτευσης των πρακτικών υποχρεώσεων των συγγενικών δεσμών, και των ατομικών και οικογενειακών στρατηγικών διαχείρισης των διαθέσιμων υλικών και συμβολικών πόρων[2]. Οι πολιτισμικές και ερμηνευτικές προσεγγίσεις, αντίθετα, μετέθεσαν το πεδίο της ανθρωπολογικής ανάλυσης από τις εμπειρικά παρατηρήσιμες συμπεριφορές και δράσεις στα συμβολικά πρότυπα στη βάση των οποίων αυτές οργανώνονται και σημασιοδοτούνται, στην υποκειμενική κατασκευή της πραγματικότητας. Ως θεμέλιο και πηγή της δράσης θεωρείται, δηλαδή, ένα δημόσιο, κοινωνικά καθιερωμένο και συνεκτικό σύστημα σημασιών ως πλαίσιο κοινών ερμηνειών[3].

Οι ανωτέρω προσεγγίσεις, ωστόσο, δέχθηκαν ισχυρή κριτική από την δεκαετία του 1970 κι έπειτα από τις θεωρίες του φεμινισμού και της πολιτικής οικονομίας. Γενικό επιχείρημά των πολιτικών οικονομολόγων ήταν πως ο πολιτισμός διαμορφώνεται κάθε φορά στα πλαίσια σχέσεων άνισης, συνεπώς και ελεγχόμενης, πρόσβασης σε υλικούς και κοινωνικούς πόρους, που προσδιορίζει και μια διαφορική κατανομή της εξουσίας, της ισχύος επιβολής μιας εικόνας του κόσμου ως κυρίαρχης και πρωτεύουσας έναντι εναλλακτικών εκδοχών, για την οργάνωση των αντιλήψεων, των πρακτικών και των ίδιων των κοινωνικών σχέσεων[4]. Επομένως, η ετεροποίηση και εξατομίκευση του πολιτισμού και η θεώρησή του ως συνεκτικού, αφομοιωμένου-κοινού, συναινετικού, στατικού και οριοθετημένου κοινωνικά, συντελεί στην απόκρυψη των άνισων σχέσεων στα πλαίσια των οποίων συγκροτήθηκε, της ανταπόκρισής του σε ορισμένα διαφοροποιημένα συμφέροντα συγκεκριμένων πολιτικών και κοινωνικών ομάδων, της μεταβλητότητας, της εσωτερικής ανομοιογένειάς του, καθώς και της λειτουργίας του στην αναπαραγωγή των ασύμμετρων αυτών σχέσεων. Αφετέρου, στα πλαίσια τόσο ενός θετικού όσο και ενός αρνητικού διαλόγου των φεμινιστριών θεωρητικών με την μαρξιστική προσέγγιση, επισημάνθηκε η κεντρικότητα του φύλου ως διάσταση της υποκειμενικής ταυτότητας αλλά και ως κατηγορία οργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων, της πολιτικής και οικονομικής ζωής καθώς και του συστήματος αναπαραστάσεων. Όπως και στην περίπτωση της ιδεολογικής ηγεμονίας, η απόκρυψη της έμφυλης διάστασης των αντιλήψεων, των πρακτικών, των συμβολικών αναπαραστάσεων και των θεσμών που δημιουργούν, αποτελεί συνθήκη της διατήρησης και αναπαραγωγής τους.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Άρθρα | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Η Θεωρία της Πρακτικής του Pierre Bourdieu

Posted by Γιώργος Καψωμένος στο 23 Φεβρουαρίου, 2008

1. Εισαγωγή

Η σύγχρονη ανθρωπολογική θεωρία έχει σε μεγάλο βαθμό διαμορφωθεί στα πλαίσια ενός αρνητικού διαλόγου με τις προσεγγίσεις που αναπτύχθηκαν κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, και ενός διττού, κριτικού και θετικού-δημιουργικού ταυτόχρονα διαλόγου με τις ανθρωπολογικές θεωρήσεις που ακολούθησαν μετά τη δεκαετία του 1960. Ιδιαίτερα η μεσολάβηση των φεμινιστικών, δομιστικών-μαρξιστικών και θεωριών πολιτικής οικονομίας στο παγκοσμιοποιημένο κοινωνικό περιβάλλον μετατόπισε τη κεντρική θεματική της ανθρωπολογικής πειθαρχίας και ανέδειξε (ή/και επανέφερε) νέες προσεγγίσεις σε βασικά ζητήματα, κυρίως εισάγοντας τις διαστάσεις της ιστορικότητας της κοινωνίας και του πολιτισμού και των πολιτικών, συμβολικών σχέσεων ισχύος[1]. Στα συμφραζόμενα αυτά η συζήτηση αναπτύχθηκε γύρω από τρία κεντρικά πεδία εντάσεων που διατρέχουν τη κοινωνιολογική και ανθρωπολογική θεωρία: συνέχεια / αλλαγή, περιορισμός / αυτονομία, υλισμός / ιδεαλισμός.

Βασικό πρόβλημα για τις κοινωνικές επιστήμες έχει αποτελέσει η εξήγηση της ταυτόχρονης αλλαγής και συνέχειας της ανθρώπινης κοινωνίας, της ανθεκτικότητας των κοινωνικών δομών στα πλαίσια της ρευστής καθημερινής πρακτικής, δραστηριότητας και αλληλεπίδρασης, ο εντοπισμός των δυνάμεων αδράνειας και μετασχηματισμού των κοινωνικών και πολιτισμικών μορφών. Αυτή η συζήτηση εκφέρεται με όρους περιορισμού-ντετερμινισμού / αυτονομίας, δομής / δράσης, πολιτισμού / ορθολογικότητας και συνδέεται στενά με το ζήτημα των σχέσεων εξουσίας που δομούν και επενεργούν εντός της κοινωνικής διαδικασίας καθορίζοντας τόσο την διατήρηση όσο και τον μετασχηματισμό των κοινωνικών δομών. Τέλος, έρχεται στο προσκήνιο η διαμάχη μεταξύ των υλιστικών και ιδεαλιστικών φιλοσοφικών παραδόσεων: ποιά είναι η (λανθάνουσα) υποκείμενη δύναμη που ορίζει τη γένεση, την αναπαραγωγή, την αλλαγή, τη μορφή και τα γνωρίσματα της κοινωνίας και του πολιτισμού; Οι γνωστικές μορφές της νόησης, η ανθρώπινη επιθυμία και βούληση ή η υλική πραγματικότητα, οι οικονομικές σχέσεις που ορίζουν τη παραγωγή, προμήθεια και κατανάλωση υλικών, κοινωνικών αγαθών και πώς σχετίζονται αυτοί οι παράγοντες με τα δύο προηγούμενα πεδία προβληματικής;

bourdieu-logic-of-practice.jpg

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Άρθρα | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , | 2 Σχόλια »